- ἔκπτωτοι
- ἔκπτωτοςabjectmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъпадениѥ — ОТЪПАДЕНИ|Ѥ (24), ˫А с. 1.Отступление, отход от чего л. Перен.: се на ны первое паденье и горкии ѿвѣтъ. ѿпаденье англ҃ь||скаго жить˫а. ЛЛ 1377, 29–29 об. (986); все престѹплень [вм. престѹпленьѥ] правы˫а вѣры. правовѣрьныхъ повелѣнии. отъпаденье… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek